- Σάρδους
- Σάρδοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαρδοῦς — Σαρδώ Mete.. fem gen sg Σαρδώ Mete.. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SARDINIA — insul. et regnum in mari Ligustico, a variis habitata populis, tandem a Poenis occupata est, quibus tamen illam Romani eripuerunt. A Saracenis postmodum capta, inde a Pipino eiectis, A. C. 809. diu Pisanis et Genuensibus contentionis argumentum… … Hofmann J. Lexicon universale
Σαρδόνιος — και Σαρδώνιος, ία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. τής γεν. τού ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής… … Dictionary of Greek
Σαρδώος — ῴα, ον, Α 1. ο Σαρδώνιος* 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Σαρδῷοι οι κάτοικοι τής Σαρδούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σαρδώ + κατάλ. ιος (πρβλ. μητρῷος: μήτρως, σαπφῷος: Σαπφώ)] … Dictionary of Greek
Κάραλις — Αρχαία πόλη και λιμάνι της Σαρδούς (Σαρδηνίας) που είχε χτιστεί από τους Καρχηδόνιους. Ονομαζόταν και Χάρμις. Ο Παυσανίας αναφέρει πως στις όχθες των πηγών που βρίσκονταν κοντά στην πόλη φύτρωνε ένα δηλητηριώδες αγριοσέλινο, το οποίο προκαλούσε… … Dictionary of Greek